Τα πρωτάκια μας μεγάλωσαν και όχι μόνο έμαθαν να διαβάζουν αλλά έγραψαν... και το δικό τους βιβλίο!
Το βιβλιο του Α1
Οι περιπέτειες του Ιβάν
Το κουταβάκι μου το λένε Ιβάν. Το τρίχωμά του είναι λεπτό και έχει χρώμα καφέ με άσπρες και μαύρες βούλες. Είναι πολύ όμορφο και καλό και το αγαπώ πολύ. Το ταΐζω και το
προστατεύω από το κρύο.
Μια μέρα , επειδή οι άνθρωποι δεν του έδωσαν σημασία, σκέφτηκε να φύγει. Λύθηκε και βρήκε μια τρύπα στο φράχτη. Βρέθηκε στο δρόμο και ζαλισμένος από τα αυτοκίνητα που έτρεχαν γρήγορα, φοβήθηκε.
Ο Ιβάν δεν ήξερε πού να πάει και τρέχοντας έφτασε στο δάσος. Εκεί βρήκε δυο σκυλάκια, τον Έκτορα και τη Νίνα, και γελούσαν παίζοντας. Τα σκυλάκια έχασαν τη μνήμη τους και χάθηκαν κι αυτά. Όταν βράδιασε , κοιμήθηκαν κάτω από ένα πλατάνι.
Το πρωί πεινούσαν πολύ. Έψαξαν για τροφή και βρέθηκαν κοντά σε ένα στάβλο με γουρουνάκια, αγελάδες και κουνελάκια. Ένας καλός παππούλης από το καλυβάκι τους λυπήθηκε και τους έδωσε λίγο φαγητό.
Τα γουρουνάκια έδειξαν στα σκυλάκια το χώρο που έπαιζαν.
Όλοι μαζί έπαιξαν κρυφτό, κυνηγητό και με τις λάσπες έφτιαξαν έναν πύργο. Αμέσως μετά ήπιαν νερό και έφυγαν για το βουνό.
Ψηλά στο δάσος άκουσαν τη φωνή του λύκου. Σκιαχτήκανε κι άρχισαν να τρέχουν γρήγορα. Ο κακός ο λύκος άρχισε να τους κυνηγά. Λαχάνιασε όμως και γλίστρησε. Έκανε βαρελάκια και έπεσε στο ποτάμι.
Άρχισε τότε μια μεγάλη καταιγίδα.
Ο ουρανός ήταν γκριζόχρωμος και μετά έγινε μπλε σκούρο.
Άκουσαν δυνατά μπουμπουνητά και είδαν αστραπές πολλές.
Ένας κυνηγός πέρασε από μπροστά τους και τα πυροβόλησε, νομίζοντας ότι είναι αλεπούδες. Ο Ιβάν τραυματίστηκε από τα σκάγια αλλά βρήκαν μια σπηλιά και κρύφτηκαν.
Στη σπηλιά κατοικούσε μια αρκούδα και έγιναν φίλοι.
Συζήτησαν πώς πέρασαν όλη τους τη ζωή και μετά κοιμήθηκαν στην αγκαλιά της μαζί με τα αρκουδάκια της.
Η μαμά γιάτρεψε τον Ιβάν , βάζοντας στην πληγή ένα φάρμακο που το έφτιαξε από μέλι.
Την άλλη μέρα ο Ιβάν ήταν πολύ καλά.
Ο Ιβάν , ο Έκτορας και η Νίνα, πήγαν σε ένα ποτάμι να πλυθούν και να καθαρίσουν τη πληγή του Ιβάν. Το ποτάμι ήταν ορμητικό και παρέσυρε τη Νίνα.
Αυτή κατάφερε να πιαστεί από έναν κορμό δέντρου και σώθηκε από τον πνιγμό. Όμως το ποτάμι την πήγαινε σε έναν μεγάλο καταρράχτη.
Ο Έκτορας έψαχνε να βρει κάτι για να τη σώσει. Είδε ένα σχοινί δεμένο σε ένα δέντρο.
Το πέταξε στο νερό και η Νίνα το έπιασε με τα δόντια της.
Ο Έκτορας και ο Ιβάν τράβηξαν το σχοινί με δύναμη και η Νίνα σώθηκε. Αγκαλιάστηκαν όλοι μαζί και χαρούμενοι πήραν την απόφαση να φύγουν από το δάσος. Πού θα πήγαιναν όμως;
Ο Ιβάν ήθελε να γυρίσει στο σπίτι του. Δεν μπορούσε όμως να αποχωριστεί τους φίλους του.
Πέρασαν πολλές περιπέτειες μαζί , γι' αυτό τους πρότεινε να έρθουν μαζί του. Συμφώνησαν και όλοι μαζί κατηφόρισαν για την αυλή του σπιτιού. Πέρασαν από την τρύπα του φράχτη και το αφεντικό του μόλις τους είδε χάρηκε.
Τους είπε « καλώς τον Ιβάν και τους καινούριους φίλους».